- ναργελές
- ναργιλές ο наргиле, кальян
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
narghilea — NARGHILEÁ, narghilele, s.f. Lulea de tip oriental prevăzută cu ţeavă lungă şi flexibilă, al cărei capăt de jos este fixat într un vas cu apă parfumată, prin care trece fumul înainte de a fi inspirat. [var.: (înv.) nargheleá s.f.] – Din tc.… … Dicționar Român